- αντιδουπος
- ἀντίδουποςἀντί-δουπος2откликающийся (на крик)
(πόλισμα Aesch.)
βοᾶν ἀντίδουπά τινι Aesch. — отвечать на чей-л. зов
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόλισμα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντίδουπος — ἀντίδουπος, ον (Α) αυτός που αντηχεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + δούπος «βαρύς υπόκωφος κρότος, γδούπος»] … Dictionary of Greek
ἀντίδουπον — ἀντίδουπος re echoing masc/fem acc sg ἀντίδουπος re echoing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίδουπα — ἀντίδουπος re echoing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)